- θεσμίοις
- θέσμιοςfixed: masc /fem /neut dat pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
θεσμίοις — θέσμιος fixed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγιστότιμος — μεγιστότιμος, ον (Α) πάρα πολύ τιμημένος, εντιμότατος («τόδ ἐν θεσμίοις Δίκας γέγραπται μεγιστοτίμου», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέγιστος + τιμος (< τιμή), πρβλ. μεγά τιμος] … Dictionary of Greek